↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωόσφαιρα οι ωόσφαιρες
      γενική της ωόσφαιρας των ωοσφαιρών
    αιτιατική την ωόσφαιρα τις ωόσφαιρες
     κλητική ωόσφαιρα ωόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωόσφαιρα < ωόν + σφαίρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωόσφαιρα θηλυκό

παλιότερα ονομαζόταν ωόσφαιρα η πρώτη φάση ωρίμανσης του γονιμοποιημένου ωαρίου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία