Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωολεύκωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ωολεύκωμα
τα
ωολευκώμα
τ
α
γενική
του
ωολευκώμα
τ
ος
των
ωολευκωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ωολεύκωμα
τα
ωολευκώμα
τ
α
κλητική
ωολεύκωμα
ωολευκώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωολεύκωμα
<
ωόν
+
λεύκωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωολεύκωμα
ουδέτερο
το
ασπράδι
του
αβγού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωολεύκωμα
γαλλικά
:
blanc d'œuf
(fr)