Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ωοφόρος το ωοφόρο
      γενική του/της ωοφόρου του ωοφόρου
    αιτιατική τον/την ωοφόρο το ωοφόρο
     κλητική ωοφόρε ωοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωοφόροι τα ωοφόρα
      γενική των ωοφόρων των ωοφόρων
    αιτιατική τους/τις ωοφόρους τα ωοφόρα
     κλητική ωοφόροι ωοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωοφόρος < ὠοφόρος, λόγια λέξη της καθαρεύουσας, ίσως και παλαιότερη

  Επίθετο επεξεργασία

ωοφόρος, -ος, -ο

  1. που φέρει αβγά
  2. που φέρει ωάρια
    ωοφόρος δίσκος των ωοθηκών

  Μεταφράσεις επεξεργασία