ωοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ωοφόρος | το | ωοφόρο | ||
γενική | του/της | ωοφόρου | του | ωοφόρου | ||
αιτιατική | τον/την | ωοφόρο | το | ωοφόρο | ||
κλητική | ωοφόρε | ωοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ωοφόροι | τα | ωοφόρα | ||
γενική | των | ωοφόρων | των | ωοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | ωοφόρους | τα | ωοφόρα | ||
κλητική | ωοφόροι | ωοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωοφόρος < ὠοφόρος, λόγια λέξη της καθαρεύουσας, ίσως και παλαιότερη
Επίθετο επεξεργασία
ωοφόρος, -ος, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωοφόρος
|