πτηνά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ptiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτη‐νά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πτηνά ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πτηνά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πτηνόν