πτηνοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτηνοτροφία < πτηνοτρόφος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aviculture[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτηνοτροφία θηλυκό
- η δουλειά του πτηνοτρόφου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτηνοτροφία
- ↑ πτηνοτροφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα))