πτηνοτρόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτηνοτρόφος < πτηνό + -ο- + -τρόφος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aviculteur[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτηνοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας (ή ερασιτέχνης) που ασχολείται με την εκτροφή και την εκμετάλλευση πτηνών (κοτόπουλα, γαλοπούλες, πάπιες, χήνες), κυρίως για την παραγωγή τροφίμων (κρέας, αβγά, γαλακτοκομικά προϊόντα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πτηνοτροφείο
- πτηνοτροφή
- πτηνοτροφία
- πτηνοτροφικός
- → δείτε τις λέξεις πτηνό και τρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτηνοτρόφος
|
- ↑ πτηνοτρόφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)