Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτηνοτροφή οι πτηνοτροφές
      γενική της πτηνοτροφής των πτηνοτροφών
    αιτιατική την πτηνοτροφή τις πτηνοτροφές
     κλητική πτηνοτροφή πτηνοτροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτηνοτροφή < πτηνό + -ο- + τροφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτηνοτροφή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πτηνοτροφήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • www.greek-language.gr
  • πτηνοτροφή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία