Ετυμολογία

επεξεργασία
gallīnārĭus < gallina + -arius < gallus

  Επίθετο

επεξεργασία

gallinarius (la)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gallīnārĭus < gallina + -arius
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική gallinarius gallinaria gallinarium gallinariī gallinariae gallinaria
γενική gallinariī gallinariae gallinariī gallinariōrum gallinariārum gallinariōrum
δοτική gallinariō gallinariae gallinariō gallinariīs gallinariīs gallinariīs
αιτιατική gallinarium gallinariam gallinarium gallinariōs gallinariās gallinaria
κλητική gallinarie gallinaria gallinarium gallinariī gallinariae gallinaria
αφαιρετική gallinariō gallinariā gallinariō gallinariīs gallinariīs gallinariīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gallinarius (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική gallinarius gallinariī
γενική gallinariī & gallinari gallinariōrum
δοτική gallinariō gallinariīs
αιτιατική gallinarium gallinariōs
κλητική gallinari gallinariī
αφαιρετική gallinariō gallinariīs
(β' κλίση)