aviculteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaviculteur (fr) αρσενικό (θηλυκό avicultrice)
Πηγές
επεξεργασία- aviculteur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé