πτηνοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτηνοτροφείο < πτηνοτρόφος + -είο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτηνοτροφείο ουδέτερο
- μονάδα εκτροφής πτηνών
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
- Η Βρίσα τη δεκαετία του 1930, vatera.gr
- ※ Στα Βατερά έμεναν 25 οικογένειες, υπήρχε τελωνοσταθμάρχης και λειτουργούσαν ένα αγγειοπλαστείο, δυο καφενεία, τέσσερα κεραμοποιεία, και ένα πτηνοτροφείο-χοιροτροφείο.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτηνοτροφείο