Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοιροτροφείο τα χοιροτροφεία
      γενική του χοιροτροφείου των χοιροτροφείων
    αιτιατική το χοιροτροφείο τα χοιροτροφεία
     κλητική χοιροτροφείο χοιροτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοιροτροφείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοιροτροφ(εῖον) + -είο[1][2] < αρχαία ελληνική χοῖρο(ς) + -τροφεῖον > -τροφείο [3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾo.tɾoˈfi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χοι‐ρο‐τρο‐φεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοιροτροφείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χοίρος και τρέφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χοιροτροφείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. s.v. χοίρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. χοιροτροφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας