↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοπλαστείο τα αγγειοπλαστεία
      γενική του αγγειοπλαστείου των αγγειοπλαστείων
    αιτιατική το αγγειοπλαστείο τα αγγειοπλαστεία
     κλητική αγγειοπλαστείο αγγειοπλαστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοπλαστείο < αγγειοπλάστ(ης) + -είο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.plaˈsti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐πλα‐στεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοπλαστείο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία