alfarería
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
alfarería | alfarerías |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /alfaɾeˈɾia/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαalfarería (es) θηλυκό
- (τέχνη) η αγγειοπλαστική
- το αγγειοπλαστείο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alfarería | alfarerías |
alfarería (es) θηλυκό