αγγειοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοπλαστική < (καλλιτεχνικός όρος) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αγγειοπλαστικός[1]
- (ιατρικός όρος) < (λόγιο δάνειο) γαλλική angioplastie ή αγγλική angioplasty[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.pla.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐πλα‐στι‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοπλαστική θηλυκό
- (τέχνη) η τεχνική της κατασκευής αγγείων
- (ιατρική) η εγχείρηση με την οποία πετυχαίνεται η αιμάτωση του μυοκαρδίου σε περίπτωση απόφραξης των αγγείων του
- ※ Η αγγειοπλαστική αφορά τη διάνοιξη φραγμένων αρτηριών εισάγοντας εντός τους ένα μικρό μπαλονάκι. Η επέμβαση διεξάγεται στο πλαίσιο της μη επείγουσας αντιμετώπισης μπλοκαρίσματος στις αρτηρίες.
- Θεοδώρα Τσώλη, Αγγειοπλαστική μέσω του καρπού!, Το Βήμα, 14 Μαρτίου 2011
- ※ Η αγγειοπλαστική αφορά τη διάνοιξη φραγμένων αρτηριών εισάγοντας εντός τους ένα μικρό μπαλονάκι. Η επέμβαση διεξάγεται στο πλαίσιο της μη επείγουσας αντιμετώπισης μπλοκαρίσματος στις αρτηρίες.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλλιτεχνικός όρος
|
ιατρικός όρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοπλαστική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγγειοπλαστική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγγειοπλαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αγγειοπλαστικός