αγγειοπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειοπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αγγειοπλαστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειοπλαστική θηλυκό
- η τεχνική της κατασκευής αγγείων
- εγχείρηση με την οποία πετυχαίνεται η αιμάτωση του μυοκαρδίου σε περίπτωση απόφραξης των αγγείων του