ενικός         πληθυντικός  
angioplastie angioplasties

  Ετυμολογία

επεξεργασία
angioplastie < angio- + -plastie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.plas.ti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angioplastie (fr) θηλυκό