angioplastia
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angioplastia | angioplastias |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangioplastia (es) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.plasˈt͡ʃi.ɐ/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.plɐʃˈti.ɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangioplastia (pt) θηλυκό
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɑŋːioˌplɑstiɑ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangioplastia (fi)