ceramica
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
ceramica | ceramiche |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡ʃeˈra.mi.ka/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ceramica (it) θηλυκό