ενικός         πληθυντικός  
angioplasty angioplasties

  Ετυμολογία

επεξεργασία
angioplasty < angio- + -plasty

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæn.d͡ʒi.əʊ.plæs.ti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angioplasty (en)