Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοπλαστικός η αγγειοπλαστική το αγγειοπλαστικό
      γενική του αγγειοπλαστικού της αγγειοπλαστικής του αγγειοπλαστικού
    αιτιατική τον αγγειοπλαστικό την αγγειοπλαστική το αγγειοπλαστικό
     κλητική αγγειοπλαστικέ αγγειοπλαστική αγγειοπλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοπλαστικοί οι αγγειοπλαστικές τα αγγειοπλαστικά
      γενική των αγγειοπλαστικών των αγγειοπλαστικών των αγγειοπλαστικών
    αιτιατική τους αγγειοπλαστικούς τις αγγειοπλαστικές τα αγγειοπλαστικά
     κλητική αγγειοπλαστικοί αγγειοπλαστικές αγγειοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοπλαστικός < αγγειοπλάστης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγειοπλαστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία