αγγειοπλάστης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγγειοπλάστης < αγγειο- + -πλάστης κατά την ελληνιστική χαλκοπλάστης [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈpla.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐πλά‐στης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγγειοπλάστης αρσενικό
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αγγείο και πλάθω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αγγειοπλάστης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.