Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειο- < καθαρεύουσα ἀγγεῖ(ον) + -ο-[1]
(όρος ανατομίας) < (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία angio- < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o-/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

αγγειο-

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγειο-Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)