αγγειο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειο- < καθαρεύουσα ἀγγεῖ(ον) + -ο-[1]
- (όρος ανατομίας) < (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία angio- < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o-/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο-
Πρόθημα
επεξεργασίααγγειο-
- πρώτο συνθετικό ουσιαστικών το οποίο αναφέρεται σε
- (αρχαιολογία) σκεύος μορφής αγγείου
- (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 αγγειο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγειο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)