αγγειοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈpa.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) γενική ονομασία πάθησης των αγγείων
- ※ Η διαβητική αγγειοπάθεια ιδιαίτερα των μικρών αγγείων της καρδιάς δεν συνοδεύεται πάντα από υψηλή τιμή σακχάρου στο αίμα.
- Διονύσης Καραλής, Διαβήτης και έμφραγμα, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Η διαβητική αγγειοπάθεια ιδιαίτερα των μικρών αγγείων της καρδιάς δεν συνοδεύεται πάντα από υψηλή τιμή σακχάρου στο αίμα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοπάθεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγειοπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)