ενικός         πληθυντικός  
angiopathie angiopathies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
angiopathie < angio- + -pathie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.pa.ti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiopathie (fr) θηλυκό



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɑŋ.ɣi.oː.paːˈti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiopathie (nl) θηλυκό