Δείτε επίσης: Potter
      ενικός         πληθυντικός  
potter potters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
potter < μέση αγγλική pottere. Μορφολογικά αναλύεται σε pot + -er.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɒtə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈpɑtɚ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

potter (en)