potter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
potter | potters |
Ετυμολογία
επεξεργασία- potter < μέση αγγλική pottere. Μορφολογικά αναλύεται σε pot + -er.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpotter (en)
Δείτε επίσης : Potter |
ενικός | πληθυντικός |
potter | potters |
potter (en)