pot
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pot (en)
- το δοχείο
- το ελάχιστο ποσό σε διάφορα παιχνίδια
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- the pot calls the kettle black: είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
ΡήμαΕπεξεργασία
pot (en)
Βασκικά (eu) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pot (eu)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pot (fr) αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pot (pl) αρσενικό
Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
pot (ro)