pot
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pot | pots |
pot (en)
- το δοχείο, το βάζο
- η κατσαρόλα
- (μόνο ενικός ως the pot, χαρτοπαίγνιο) η κάσα, το συνολικό χρηματικό ποσό που στοιχηματίζεται σε ένα παιχνίδι καρτών
- ↪ What is the pot?
- Τι κάσα θα βάλεις;
- ↪ What is the pot?
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pots |
αόριστος | potted |
παθητική μετοχή | potted |
ενεργητική μετοχή | potting |
pot (en)
Πηγές επεξεργασία
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pot (eu)
- το φιλί
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pot (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pot (pl) αρσενικό
- ο ιδρώτας
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
pot (ro)