Δείτε επίσης: Çanakçı

  Ετυμολογία

επεξεργασία
çanakçı < οθωμανική τουρκική چناقجی (çanakcı). Μορφολογικά αναλύεται σε çanak + -çı.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çanakçı (tr)

Απόγονοι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία