↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκοπλάστης οι χαλκοπλάστες
      γενική του χαλκοπλάστη των χαλκοπλαστών
    αιτιατική τον χαλκοπλάστη τους χαλκοπλάστες
     κλητική χαλκοπλάστη χαλκοπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκοπλάστης < ελληνιστική κοινή χαλκοπλάστης[1] [2] < αρχαία ελληνική χαλκός + πλάστης < πλάσσω / πλάττω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλκοπλάστης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χαλκοπλάστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. χαλκοπλάστηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)