χαλκόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκόπλαστος, -η, -ο
- πλασμένος / δημιουργημένος από χαλκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χαλκοπλάστης, χαλκός και πλάθω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκόπλαστος
|
Πηγές
επεξεργασία- χαλκόπλαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)