↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλασμένος η πλασμένη το πλασμένο
      γενική του πλασμένου της πλασμένης του πλασμένου
    αιτιατική τον πλασμένο την πλασμένη το πλασμένο
     κλητική πλασμένε πλασμένη πλασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλασμένοι οι πλασμένες τα πλασμένα
      γενική των πλασμένων των πλασμένων των πλασμένων
    αιτιατική τους πλασμένους τις πλασμένες τα πλασμένα
     κλητική πλασμένοι πλασμένες πλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλάθω

πλασμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία