πλασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλάθω
Μετοχή
επεξεργασίαπλασμένος, -η, -ο
- που έχει πλαστεί
- δημιουργημένος με ένα χάρισμα και/ή με ένα σκοπό
- αυτός ο άνθρωπος είναι πλασμένος για μουσικός