↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημιουργημένος η δημιουργημένη το δημιουργημένο
      γενική του δημιουργημένου της δημιουργημένης του δημιουργημένου
    αιτιατική τον δημιουργημένο τη δημιουργημένη το δημιουργημένο
     κλητική δημιουργημένε δημιουργημένη δημιουργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημιουργημένοι οι δημιουργημένες τα δημιουργημένα
      γενική των δημιουργημένων των δημιουργημένων των δημιουργημένων
    αιτιατική τους δημιουργημένους τις δημιουργημένες τα δημιουργημένα
     κλητική δημιουργημένοι δημιουργημένες δημιουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.mi.uɾ.ɣiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μι‐ουρ‐γη‐μέ‐νος

δημιουργημένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη δημιουργώ