δημιουργημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾ.ɣiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μι‐ουρ‐γη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαδημιουργημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου δημιουργώ
- που έχει παραχθεί, που έχει φτιαχτεί
- που έχει κατασκευαστεί
- που έχει επινοηθεί
- που έχει προκύψει
- που έχει επιτύχει στον τομέα του, που έχει προκόψει, έχει προοδεύσει
- → δείτε τη λέξη αυτοδημιούργητος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη δημιουργώ