αυτοδημιούργητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααυτοδημιούργητος, -η, -ο
- που κατάφερε να επιτύχει στη ζωή του σε διάφορους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό κ.λπ.) βασιζόμενος μόνο στις δικές του δυνάμεις κι όχι σε άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοδημιούργημα
- αυτοδημιουργία
- αυτοδημιουργούμαι
- αυτοδημιουργώ
- → δείτε τις λέξεις αυτός, δημιουργώ, δήμος και έργο