Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βασιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βασιζόμεν
ος
η
βασιζόμεν
η
το
βασιζόμεν
ο
γενική
του
βασιζόμεν
ου
της
βασιζόμεν
ης
του
βασιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
βασιζόμεν
ο
τη
βασιζόμεν
η
το
βασιζόμεν
ο
κλητική
βασιζόμεν
ε
βασιζόμεν
η
βασιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βασιζόμεν
οι
οι
βασιζόμεν
ες
τα
βασιζόμεν
α
γενική
των
βασιζόμεν
ων
των
βασιζόμεν
ων
των
βασιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
βασιζόμεν
ους
τις
βασιζόμεν
ες
τα
βασιζόμεν
α
κλητική
βασιζόμεν
οι
βασιζόμεν
ες
βασιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βασιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
βασίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βασιζόμενος