autodidacte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.tɔ.di.dakt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
autodidacte | autodidactes |
autodidacte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autodidacte | autodidactes |
autodidacte (fr) αρσενικό ή θηλυκό