Ετυμολογία

επεξεργασία
προκύπτω < προ- + κύπτω

προκύπτω

  1. σκύβω και προβάλλω το κεφάλι κρυφοκοιτάζοντας
  2. ξεπροβάλλω, προεξέχω, εμφανίζομαι