↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Töpfer die Töpfer
γενική des Töpfers der Töpfer
δοτική dem Töpfer den Töpfern
αιτιατική den Töpfer die Töpfer

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Töpfer < Topf + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtœpfər/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Töpfer (de) αρσενικό (θηλυκό Töpferin)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Töpfer (de) αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Töpfer αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]