↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοιροτροφικός η χοιροτροφική το χοιροτροφικό
      γενική του χοιροτροφικού της χοιροτροφικής του χοιροτροφικού
    αιτιατική τον χοιροτροφικό τη χοιροτροφική το χοιροτροφικό
     κλητική χοιροτροφικέ χοιροτροφική χοιροτροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοιροτροφικοί οι χοιροτροφικές τα χοιροτροφικά
      γενική των χοιροτροφικών των χοιροτροφικών των χοιροτροφικών
    αιτιατική τους χοιροτροφικούς τις χοιροτροφικές τα χοιροτροφικά
     κλητική χοιροτροφικοί χοιροτροφικές χοιροτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιροτροφικός (μαρτυρείται από το 1893)[1] < χοιροτρόφ(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χοιροτροφικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1114, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου