χοιροτροφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοιροτροφικός (μαρτυρείται από το 1893)[1] < χοιροτρόφ(ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαχοιροτροφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χοιροτροφία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χοιροτροφικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1114, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- χοιροτροφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)