Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χοιροτρόφος οι χοιροτρόφοι
      γενική του/της χοιροτρόφου των χοιροτρόφων
    αιτιατική τον/τη χοιροτρόφο τους/τις χοιροτρόφους
     κλητική χοιροτρόφε χοιροτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άγαλμα χοιροτρόφου με τους χοίρους του

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοιροτρόφος (μαρτυρείται από το 1880)[1] < χοίρ(ος) + -ο- + -τρόφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοιροτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1114, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 262.

  Πηγές επεξεργασία

  • χοιροτρόφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)