ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
      γενική τοῦ χοιροτροφείου τῶν χοιροτροφείων
      δοτική τῷ χοιροτροφεί τοῖς χοιροτροφείοις
    αιτιατική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
     κλητική ! χοιροτροφεῖον χοιροτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιροτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  χοιροτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιροτροφεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χοῖρο(ς) + -τροφεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιροτροφεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία