ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
      γενική τοῦ χοιροτροφείου τῶν χοιροτροφείων
      δοτική τῷ χοιροτροφεί τοῖς χοιροτροφείοις
    αιτιατική τὸ χοιροτροφεῖον τὰ χοιροτροφεῖ
     κλητική ! χοιροτροφεῖον χοιροτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιροτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  χοιροτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία