χοιροκομεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χοιροκομεῖον | τὰ | χοιροκομεῖᾰ |
γενική | τοῦ | χοιροκομείου | τῶν | χοιροκομείων |
δοτική | τῷ | χοιροκομείῳ | τοῖς | χοιροκομείοις |
αιτιατική | τὸ | χοιροκομεῖον | τὰ | χοιροκομεῖᾰ |
κλητική ὦ! | χοιροκομεῖον | χοιροκομεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοιροκομείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χοιροκομείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχοιροκομεῖον, -ου ουδέτερο
- χοιροστάσιο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 844
- [ΒΔ.] τουτὶ τί ἐστι; [ΦΙ.] χοιροκομεῖον Ἑστίας.
- [ΒΔΕ.] Ετούτο τί είναι; [ΦΙΛ.] Κλούβα· εδώ φυλάω γουρούνια για θυσία προς την Εστία.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΒΔ.] τουτὶ τί ἐστι; [ΦΙ.] χοιροκομεῖον Ἑστίας.
- ≈ συνώνυμα: χοιροτροφεῖον, ὑοφορβεῖον, χοιροστρόφιον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 844
- επίδεσμος που χρησιμοποιούν οι γυναίκες
Πηγές
επεξεργασία- χοιροκομεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοιροκομεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.