χοιροστάσιο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χοιροστάσιο < (καθαρεύουσα) χοιροστάσιον, χοῖρ(ος) + -ο- + -στάσιο
Ουσιαστικό Επεξεργασία
χοιροστάσιο ουδέτερο
- εγκατάσταση για την εκτροφή χοίρων / γουρουνιών
- (μεταφορικά) μέρος πάρα πολύ βρόμικο