Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοιροστάσιον < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -ο- + -στάσιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοιροστάσιον ουδέτερο