Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιροστάσιον (μαρτυρείται από το 1891)[1] < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -ο- + -στάσιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιροστάσιον ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1114, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου