ὑοφορβεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑοφορβεῖον | τὰ | ὑοφορβεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὑοφορβείου | τῶν | ὑοφορβείων | ||||
δοτική | τῷ | ὑοφορβείῳ | τοῖς | ὑοφορβείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὑοφορβεῖον | τὰ | ὑοφορβεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὑοφορβεῖον | ὑοφορβεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑοφορβείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑοφορβείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑοφορβεῖον (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑοφορβεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑοφορβεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.