ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑοφορβεῖον τὰ ὑοφορβεῖ
      γενική τοῦ ὑοφορβείου τῶν ὑοφορβείων
      δοτική τῷ ὑοφορβεί τοῖς ὑοφορβείοις
    αιτιατική τὸ ὑοφορβεῖον τὰ ὑοφορβεῖ
     κλητική ! ὑοφορβεῖον ὑοφορβεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑοφορβείω
γεν-δοτ τοῖν  ὑοφορβείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑοφορβεῖον (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑοφορβεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία