ορνιθοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορνιθοτροφία < ελληνιστική κοινή ὀρνιθοτροφία < αρχαία ελληνική ὄρνις + τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορνιθοτροφία θηλυκό
- (επάγγελμα) η εκτροφή ορνίθων και άλλων πουλερικών με στόχο την πώληση των πτηνών και των παραπροϊόντων τους (αβγών κ.λπ.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ορνιθοτρόφος
- → δείτε τις λέξεις όρνιθα και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορνιθοτροφία
|