δικολάβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικολάβος < μεσαιωνική ελληνική δικολάβος < αρχαία ελληνική δίκη + λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικολάβος αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) εμπειρικός δικηγόρος που ασκούσε τη δικηγορία σε δευτερεύουσες υποθέσεις
- (μειωτικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός κακού στο επάγγελμά του δικηγόρου
Συγγενικά
επεξεργασία- δικολαβία
- δικολαβικά
- δικολαβικός
- δικολαβισμός
- δικολαβίστικα
- δικολαβίστικος
- → δείτε τις λέξεις δίκη και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικολάβος
|