αυτόκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτόκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτόκλητος < αρχαία ελληνική αὐτός) + κλητός (< αρχαία ελληνική καλέω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfto.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τό‐κλη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααυτόκλητος, -η, -ο
- (λόγιο) που παρευρίσκεται ή επεμβαίνει χωρίς να έχει προσκληθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτόκλητος