Δείτε επίσης: κλίτος, κλῖτος, κλεῖτος, κλιτός, -κλιτος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλητός η κλητή το κλητό
      γενική του κλητού της κλητής του κλητού
    αιτιατική τον κλητό την κλητή το κλητό
     κλητική κλητέ κλητή κλητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλητοί οι κλητές τα κλητά
      γενική των κλητών των κλητών των κλητών
    αιτιατική τους κλητούς τις κλητές τα κλητά
     κλητική κλητοί κλητές κλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κλητός κλητή τὸ κλητόν
      γενική τοῦ κλητοῦ τῆς κλητῆς τοῦ κλητοῦ
      δοτική τῷ κλητ τῇ κλητ τῷ κλητ
    αιτιατική τὸν κλητόν τὴν κλητήν τὸ κλητόν
     κλητική ! κλητέ κλητή κλητόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κλητοί αἱ κληταί τὰ κλητᾰ́
      γενική τῶν κλητῶν τῶν κλητῶν τῶν κλητῶν
      δοτική τοῖς κλητοῖς ταῖς κληταῖς τοῖς κλητοῖς
    αιτιατική τοὺς κλητούς τὰς κλητᾱ́ς τὰ κλητᾰ́
     κλητική ! κλητοί κληταί κλητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κλητώ τὼ κλητᾱ́ τὼ κλητώ
      γεν-δοτ τοῖν κλητοῖν τοῖν κληταῖν τοῖν κλητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλητός (ρηματικό επίθετο) < θέμα κλη- ( < καλέω / καλῶ) + -τός

κλητός, -ή, -όν

  1. προσκεκλημένος, καλεσμένος
  2. ευπρόσδεκτος
  3. επίλεκτος, εκλεκτός

Συγγενικά

επεξεργασία

με θέμα κλη- και κλα-  δείτε τη λέξη καλέω
με θέμα κλη-σ-  δείτε τη λέξη κλῆσις
με θέμα κλη-τ-