κλήτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλήτευση | οι | κλητεύσεις |
γενική | της | κλήτευσης* | των | κλητεύσεων |
αιτιατική | την | κλήτευση | τις | κλητεύσεις |
κλητική | κλήτευση | κλητεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλητεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλήτευση θηλυκό
- η επίσημη πρόσκληση κάποιου ως μάρτυρα ή διαδίκου στο δικαστήριο ή σε επιτροπή
- Η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων των προηγούμενων παραγράφων αρχίζει με τη βεβαίωση της παράβασης από το όργανο που τη διαπιστώνει, το οποίο συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία κοινοποιείται μαζί με έγραφη κλήτευση προς τον παραβάτη να υποβάλει τις απόψεις του μέσα σε 5 ημέρες από την κοινοποίηση της κλήτευσης. (Νόμος 1650)