ανέκκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέκκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνέκκλητος < ἀν- στερητικό αν- + ρηματικό επίθετο του ἐκκαλέω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈne.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέκ‐κλη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανέκκλητος
- (λόγιο) συνώνυμο του αμετάκλητος
- ⮡ Η απόφασή του για διαζύγιο ήταν ανέκκλητη. Ούτε τα παιδιά του δεν του άλλαξαν γνώμη.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέκκλητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.