κλιτός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλιτός | η | κλιτή | το | κλιτό |
γενική | του | κλιτού | της | κλιτής | του | κλιτού |
αιτιατική | τον | κλιτό | την | κλιτή | το | κλιτό |
κλητική | κλιτέ | κλιτή | κλιτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλιτοί | οι | κλιτές | τα | κλιτά |
γενική | των | κλιτών | των | κλιτών | των | κλιτών |
αιτιατική | τους | κλιτούς | τις | κλιτές | τα | κλιτά |
κλητική | κλιτοί | κλιτές | κλιτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλιτός < ελληνιστική κοινή κλιτός < αρχαία ελληνική κλίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική déclinable[1])
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κλιτός
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κλιτός
- ↑ «κλιτός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.