déclinable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- déclinable < décliner
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.kli.nabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déclinable | déclinables |
déclinable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (γραμματική) κλιτός
- που μπορεί να πάρει πολλές μορφές ή εκφράσεις